ελαφρ(ι)ά

ελαφρ(ι)ά
επίρρ.
1) легко; без труде;

τό πήρε ελαφρ(ι)ά — он принял это с лёгким сердцем;

2) легко, не тяжело;

ντυμένος ελαφρ(ι)ά — легко одетый;

3) слегка, чуть;

βήχω ελαφρ(ι)ά — чуть кашлянуть;

εγγίζω ελαφρ(ι)ά — слегка коснуться;

κοιμάμαι ελαφρ(ι)ά — чутко спать;

η γρίππη πέρασε ελαφρ(ι)ά — у него были лёгкая форма гриппа


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ελαφρ(ι)ά" в других словарях:

  • ἐλάφρ' — ἐλαφρά , ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαφρέ , ἐλαφρός light in weight masc voc sg ἐλαφραί , ἐλαφρός light …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»